Reading Time: 5 minutes
Ο θάνατος του Κωνσταντίνου, πρώην βασιλιά της Ελλάδος, από τον οίκο των Γλύξμπουργκ της Δανίας έφερε στην επικαιρότητα το ειδικό καθεστώς της ιθαγένειας που θεωρήθηκε αυτονόητο και συνυφασμένο με τον τίτλο του βασιλιά.
Ουδέποτε αποδόθηκε ρητώς η ιθαγένεια στους αλλογενείς βασιλείς και στα μέλη των οικογενειών τους. Παρά μόνο η υποχρέωση «να πρεσβεύουν το ορθόδοξο ανατολικό δόγμα» όπως ρητά αναφέρεται τις ανακηρύξεις. Αυτό πιθανώς θεωρήθηκε αρκετό για να θεωρούνται Έλληνες και έτσι να ικανοποιούνται οι γεωστρατηγικές βλέψεις των ξένων κέντρων εξουσίας.
Παράλληλα συνεχίστηκε και έγινε αποδεκτή η πρακτική του βυζαντίου να θεωρεί Έλληνα όποιον ασπαζόταν τον χριστιανισμό και ας ήταν αλλογενής. Και ενώ οι περισσότεροι αυτοκράτορες δεν ήταν Έλληνες, με τον εκχριστιανισμό τους έπαιρναν την δύναμη να ασκούν τα κυριαρχικά και κληρονομικά δικαιώματα του έθνους των Ελλήνων και να ηγεμονεύουν πάνω τους.
Με την Γ΄ εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα ψηφίστηκε σύνταγμα και κυβερνήτης ο Ιωάννης Καποδίστριας. Αυτές οι εξελίξεις δεν ήταν στα σχέδια των μεγάλων δυνάμεων και ιδιαιτέρως της Αγγλίας. Τελικά τον Ιούλιο του 1827 συμφώνησαν να αναγνωριστεί ανεξαρτησία στο ελληνικό κράτος αλλά με πολίτευμά του την μοναρχία και με βασιλιά ευρωπαίο. Ήθελαν να έχουν τον απόλυτο έλεγχο στο νέο κράτος αλλά και στην ευρύτερη περιοχή μέσω αυτού.
Ακολούθησε η ναυμαχία στο Ναβαρίνο και ο ρωσσοτουρκικός πόλεμος που επέβαλαν τα υπογεγραμμένα.
Ο Καποδίστριας, αναλογιζόμενος των συσχετισμό δυνάμεων αποδέχτηκε την μοναρχία αλλά επειδή ταυτόχρονα γνώριζε και την σφοδρή επιθυμία των Ευρωπαίων να στήσουν ελληνικό κράτος, όπως επίσης γνώριζε και την μεταξύ τους αντιπαλότητα, άρχισε να διαπραγματεύεται με επιμονή για τα όρια αλλά και για τον δανεισμό του κράτους που είχε αποφασιστεί στην εθνοσυνέλευση και έτσι επήλθε καθυστέρηση στην εύρεση ηγεμόνα.
Με την Δ΄ εθνοσυνέλευση στο Άργος τέθηκαν οι βασικοί πυλώνες ενός καθαρού εθνικού κράτους όπου σε όλους τους τομείς του υπήρχε μόνο ένας ιδιοκτήτης και διαχειριστής. Το ελληνικό Έθνος. Με αμιγώς εθνικά κεφάλαια ιδρύθηκε η χρηματιστική τράπεζα που εξέδιδε το εθνικό νόμισμα φοίνικα. Ήταν η μοναδική τράπεζα στην Ευρώπη που εξ ολοκλήρου ιδιοκτήτης ήταν το Έθνος και που δεν θα δάνειζε με τόκο το κράτος κατά την κοπή χρήματος. Το τραπεζικό δίκτυο στην Ευρώπη ήλεγχαν, όπως και τώρα ελέγχουν παγκοσμίως, οι γνωστές οικογένειες και δεν θα μπορούσαν να ανεχτούν ένα τέτοιο τραπεζικό ίδρυμα ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη.
Υπό τέτοιες συνθήκες δεν μπορούσαν να προχωρήσουν τα σχέδια των μεγάλων δυνάμεων και η αποδοχή του θρόνου της Ελλάδος από κάποιον «βασιλικό» οίκο κωλυσιεργούσε. Η αντιμετώπιση και η ευθεία προσβολή των αποφάσεων μίας πραγματικής εθνοσυνέλευσης σε διεθνές νομικό και πολιτικό πεδίο είναι αδύνατη. Είναι επίσης απαγορευτική η έξωθεν στρατιωτική επέμβαση καθώς ξεπερνάει τις κόκκινες γραμμές αυτοδιάθεσης και βούλησης ενός έθνους που αποφασίζει για την πολιτεία του και είναι άμεσα καταδικαστέα από την παγκόσμια κοινότητα.
Επομένως εκείνες οι αποφάσεις έπρεπε να προσβληθούν ύπουλα και δόλια με εξαγορές και προδοσίες. Πάντα υπάρχουν πρόθυμοι προδότες. Έστω και αν η προδοσία σημαίνει την ίδια την απώλεια κυριαρχίας των συμπατριωτών τους και των ιδίων. Έτσι σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε η δολοφονία του κυβερνήτη για την οποία ακόμα και τώρα δεν φωτίστηκαν πάρα πολλά σκοτεινά σημεία και υπάρχουν ισχυρές αμφιβολίες ως προς τους πραγματικούς δράστες και καθοδηγητές.
Οι αντιστάσεις των αναπληρωτών του κυβερνήτη κάμφθηκαν. Πρόδωσαν το όραμα και τους στόχους του. Ο λαός φτωχός και αναλφάβητος δεν είχε την δύναμη να κατανοήσει και να πάρει μέρος. Πολύ γρήγορα και άμεσα βρέθηκε υποψήφιος μονάρχης. Όλως τυχαίως ο 16χρονος Όθωνας είχε ταξιδεύσει στο Λονδίνο για «υποθέσεις» της οικογενείας του και συνέπεσε με τις διπλωματικές εργασίες των αξιωματούχων των μεγάλων δυνάμεων για το ελληνικό κράτος και άλλα θέματα. Εκεί είχε μεταβεί και η ελληνική αντιπροσωπεία. Όλα λοιπόν συνέβαλαν «συμπτωματικά» ώστε να γίνει η προσφορά και να γίνει αποδεκτή. Τον Απρίλιο του 1832 είχαμε «Βασιλέα της Ελλάδος», όπως αναφέρεται στη συμφωνία, και όχι των Ελλήνων. Έχει σημασία η διαφορά και θα γίνει κατανοητή παρακάτω.
Ο νεαρός βασιλιάς, γερμανός και διαμαρτυρόμενος χριστιανός στο δόγμα, διδασκόμενος από μοναχούς, ήρθε να βασιλέψει σε χώρα Ελλήνων ορθοδόξων στο δόγμα. Από τον πρώτο κιόλα καιρό της επίσημης ανακήρυξης στο θρόνο οργανώθηκαν ορκωμοσίες σε όλη την χώρα από την εκκλησία της Ελλάδος και τους δημογέροντες των επαρχιών. Όπως δηλώνει το ΦΕΚ Α 2 που εκδόθηκε το 1833 ο όρκος ήταν διαταγή με μορφή αναγκαστικού νόμου και με τον οποίο όρκο δηλώνεται «η πίστη και υποταγή στην Αυτού Μεγαλειότητα». Υπήκοοι λοιπόν σε έναν αναμφισβήτητα αλλογενή, από τα έγγραφα και τους νόμους, και όχι πολίτες.
Το σύνταγμα του 1843 έδωσε την δυνατότητα στα κόμματα να αναβαθμίσουν τον ρόλο τους στην εξουσία του τόπου και μέσω αυτών αυξήθηκε και η επιρροή Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Ωστόσο η μεγάλη κερδισμένη ήταν η εκκλησία της Ελλάδος στην οποία αναγνωρίζονταν για πρώτη φορά κυριαρχικά δικαιώματα. Ένα κράτος εν κράτη που ασκεί κυριαρχία εις το όνομα του έθνους. Το μόνο που δεν άλλαξε ήταν η υποτακτική θέση των Ελλήνων.
Η αντικατάσταση του Όθωνα από τον γερμανοδανό Γεώργιο δεν άλλαξε για ακόμη μία φορά την θέση των Ελλήνων που συνέχιζαν να είναι πολιτικά υποταγμένοι στον τόπο τους. Στο σύνταγμα όμως του 1864 υπήρχαν αρκετές διαφορές που εκ πρώτης αναγνώσεως δεν ανιχνεύεται η σημασία τους. Έγινε για πρώτη φορά χρήση του τίτλου «Βασιλεύς των Ελλήνων» εφόσον ο νέος βασιλιάς ανακηρύχθηκε από την «εν Αθήναις Β΄ Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις» και έδωσε τον θρησκευτικό όρκο στο σύνταγμα και τους νόμους. Άλλωστε μετά από 30 χρόνια οι ξένες δυνάμεις χειραγωγούσαν πλήρως την πολιτική σκηνή ενώ και η εκκλησία της Ελλάδος είχε πλέον την δύναμη να ασκεί τον έλεγχο της σε πλήθος και διοίκηση.
Το 1924, μετά την ασύλληπτη σε μέγεθος, για εμάς στο παρόν, καταστροφή του ελληνισμού της Ιωνίας ο θεσμός της βασιλείας καταργήθηκε. Η βασιλική οικογένεια κηρύχθηκε έκπτωτη και στερήθηκε της ελληνικής ιθαγένειας με νόμο αν και ποτέ δεν την έλαβαν με νόμο.
Το 1935 ο θεσμός της βασιλείας επανήλθε. Και με την «στερημένη» ιθαγένεια τι έγινε; Δεν προβλέφθηκε πουθενά και σε κανένα επίσημο έγγραφο. Θεωρήθηκε στο μυαλό όλων για
ακόμη μία φορά συνυφασμένη του τίτλου. Άλλωστε δεν υπήρχε τότε νομική πρόβλεψη για απόδοση ιθαγένειας σε μή Έλληνες. Και θα πρέπει εδώ να θυμίσουμε ότι κανένας βασιλιάς ή διάδοχος, ή έστω μέλος της οικογενείας, δεν ήρθε σε γάμο με Έλληνα ή Ελληνίδα. Δεν ρέει λοιπόν μέσα τους ούτε σταγόνα ελληνικό αίμα. Πώς γίνεται αυτοί να είναι οι πρώτοι και άριστοι εξ ημών των Ελλήνων;
Το 1974 το δημοψήφισμα κατήργησε την βασιλευόμενη δημοκρατία και ο πρώην βασιλιάς εγκατέλειψε την χώρα. Δεν έγινε καμία αναφορά στο θέμα της ιθαγένειας μέχρι την ψήφιση του νόμου του 1994 που αναφέρει για «λήξη της ισχύος του ιδιαίτερου νομικού καθεστώτος που διείπε την ιθαγένεια τους, πριν τη μεταβολή της μορφής του πολιτεύματος,» και θέτει προϋποθέσεις για την κτήση της ιθαγένειας.
Όλο αυτό το παζάρι, «νταρα-βέρι», δίνω-παίρνω, της ελληνικής ιθαγένειας που σχετίζεται με την περίπτωση της βασιλείας στο νεοελληνικό κράτος αποτελεί μία ντροπή στην ελληνική ιστορία και μέγιστη ύβρη απέναντι στο Έθνος που τα επιτεύγματά του στηρίζουν την ανθρωπότητα.
Αυτή η γελοία διαδικασία «δίνω-παίρνω» είναι η αυτογελοιοποίηση των κυβερνήσεων και των θεσμών τους. Έστησαν επίπλαστα και νομικίστικα μία δήθεν βασιλική διαδοχή πάνω στα κληρονομικά δικαιώματα ενός Έθνους για να ελέγχουν και να διαχειρίζονται τον τεράστιο εθνικό του πλούτο σε όλα τα πεδία του πλανήτη. Ταυτόχρονα να κρατούν τις δυνάμεις του υπό καταστολή μέσω ασφυκτικής επιτήρησης.
Αυτό το ψέμα τελείωσε όπως ήταν φυσικό. Το ψέμα δεν διαρκεί πολύ και συντηρήθηκε όσο ήταν απαραίτητο για να στηρίξει σχέδια και γεγονότα που οδήγησαν στα σημερινά αποτελέσματα. Τα πλαστά και ψεύτικα συνεχίζουν στην χώρα μας με πιο ύπουλο και δόλιο τρόπο ώστε να αποκρύπτονται και να μην διακρίνονται εύκολα οι εγκληματικές επιδιώξεις εναντίον μας.
Και είναι μία από τις κερκόπορτες που άνοιξαν το μονοπάτι για την χιονοστιβάδα ελληνοποιήσεων αλλογενών που εισβάλουν παράνομα στην χώρα κατά χιλιάδες καθημερινά.
Όταν η ιστορία και τα γεγονότα διαβάζονται ορθά είναι πολύτιμα διδάγματα για το παρόν. Για τις αποφάσεις που πρέπει να πάρουμε όλοι οι Έλληνες ενωμένοι και τους στόχους που πρέπει να πετύχουμε. Να διακρίνουμε την προδοσία και την εξαφανίζουμε εν τη γενέσει της.
Αποδεικνύεται ότι ενωμένοι δεν ηττηθήκαμε ποτέ και ήμασταν απρόσβλητοι. Ο διχασμός και η προδοσία πάντα μας τσάκιζε και ακόμα και τώρα αυτές είναι οι αιτίες που είμαστε φτωχοί και τσακισμένοι.
ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ : Γιώργος Ντουλαπτσής
Ε.ΣΥ. – ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ